Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κλάρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κλάρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κλάρα οι Κλάρες
      γενική της Κλάρας
    αιτιατική την Κλάρα τις Κλάρες
     κλητική Κλάρα Κλάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κλάρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Clara < λατινική Clara, θηλυκό του clarus (καθαρός, λαμπρός)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κλάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]