Κλοκοτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κλοκοτός | ||
γενική | του | Κλοκοτού | ||
αιτιατική | τον | Κλοκοτό | ||
κλητική | Κλοκοτέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κλοκοτός < σλαβικής προέλευσης клокоти (klokoti) / клоко̀тати (klokòtati) < πρωτοσλαβική *klokotati (κελαρύζω, κοχλάζω)[1] < (ηχομιμητική λέξη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κλοκοτός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλοκοτός
|
- ↑ πβ. αρωμουνικά klukutitu: που παφλάζει, αφρισμένος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)