Κλωντίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κλωντίνη οι Κλωντίνες
      γενική της Κλωντίνης
    αιτιατική την Κλωντίνη τις Κλωντίνες
     κλητική Κλωντίνη Κλωντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κλωντίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Claudine + , απόδοση με ωμέγα του γαλλικού <au>

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κλωντίνη θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]