Κοιλιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κοίλιαρης, κοιλιάρης, Κυλιάρης, Κοιλιάρας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κοιλιάρης οι Κοιλιάρηδες
Κοιλιαραίοι
      γενική του Κοιλιάρη των Κοιλιάρηδων
Κοιλιαραίων
    αιτιατική τον Κοιλιάρη τους Κοιλιάρηδες
Κοιλιαραίους
     κλητική Κοιλιάρη Κοιλιάρηδες
Κοιλιαραίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κωλοκοτρόνης (κλίση: νοικοκύρης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοιλιάρης < κοιλιάρης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ciˈʎa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοι‐λιά‐ρης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοιλιάρης αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό Κοιλιάρη)
  2. ποταμός της Κρήτης, στο νομό Χανίων

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • για τον ποταμό, υπάρχει και η σπανιότερη γραφή Κυλιάρης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]