Κολλυβάδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κολλυβάς οι Κολλυβάδες
      γενική του Κολλυβά των Κολλυβάδων
    αιτιατική τον Κολλυβά τους Κολλυβάδες
     κλητική Κολλυβά Κολλυβάδες
Συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κολλυβάδες < κολλυβάς < κόλλυβα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κολλυβάδες αρσενικό, πρώτη πληθυντικού

  • (χριστιανισμός) υποτιμητική προσωνυμία υποστηρικτές μοναστικού - εκκλησιαστικού κινήματος των Κολλυβάδων του μέσου του 19ου αιώνα που πρέσβευε ότι τα μνημόσυνα με κόλλυβα («μνημόσυνα μετά κολλύβων») δεν πρέπει να τελούνται την Κυριακή και τις δεσποτικές εορτές
    ※  Ο Κύπριος Αγιορείτης μοναχός Αγάπιος ο Κολλυβάς ήταν ένας από τους ηγέτες της αναγεννητικής κίνησης των Κολλυβάδων (@athonikoipateres)
    ※  Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας. (Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του, Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου [1])

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Κολλυβάδες αρσενικό