Κολλυβάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κολυβάς, Κολλύβας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κολλυβάς οι Κολλυβάδες
      γενική του Κολλυβά των Κολλυβάδων
    αιτιατική τον Κολλυβά τους Κολλυβάδες
     κλητική Κολλυβά Κολλυβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κολλυβάς < κόλλυβ(α) (πληθυντικός) + -άς

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κολλυβάς αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κολλυβά)
    δείτε και το επώνυμο Κολυβάς
  2. τοπωνύμιο της Κρήτης, στο νομό Ηρακλείου, στο Δήμο Μαλεβιζίου, στην Δημοτική Ενότητα Γαζίου
  3. (χριστιανισμός) προσωνυμία οπαδού μοναστικού - εκκλησιαστικού κινήματος → δείτε τον πληθυντικό Κολλυβάδες
    ※  Ο Κύπριος Αγιορείτης μοναχός Αγάπιος ο Κολλυβάς ήταν ένας από τους ηγέτες της αναγεννητικής κίνησης των Κολλυβάδων (@athonikoipateres)
    ※  Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος ο Κολλυβάς και διδάσκαλος του Γένους (Λάμπρος Κ. Σκόντζος @newsnowgr)
    ※  (αναφερόμενο στον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη) […] Ἀπεκλήθη καί αὐτός ὑποτιμητικά «Κολλυβᾶς», ἐπειδή ἐπέμενε στήν τήρηση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδίᾳ δέ τό συκοφαντικό προσωνύμιο (impantokratoros.gr)
    ※  Παραμένει ένας «Κολλυβάς», με την έννοια τοϋ κληρικού πού πιστεύει στην άξία των παλιών θεσμών (Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γεωργία (2005) Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη)
     συνώνυμα: κολλυβιστής (παρωχημένο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]