Κολοσσαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κολοσσιαίο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κολοσσαίο τα Κολοσσαία
      γενική του Κολοσσαίου των Κολοσσαίων
    αιτιατική το Κολοσσαίο τα Κολοσσαία
     κλητική Κολοσσαίο Κολοσσαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κολοσσαίο < υστερολατινική Colosseum < λατινική colosseum < colosseus < colossus < αρχαία ελληνική κολοσσός (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.loˈse.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐λοσ‐σαί‐ο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κολοσσαίο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]