Κονγκολέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κονγκολέζα | οι | Κονγκολέζες |
γενική | της | Κονγκολέζας | — | |
αιτιατική | την | Κονγκολέζα | τις | Κονγκολέζες |
κλητική | Κονγκολέζα | Κονγκολέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κονγκολέζα < Κονγκολέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Κονγκολέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Κονγκολέζος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κονγκολέζα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έζα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)