Κονγκολέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κονγκολέζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κονγκολέζος αρσενικό (θηλυκό Κονγκολέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Κονγκό ή έχει κονγκολέζικη υπηκοότητα