Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κοπεγχάγη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κοπεγχάγη
      γενική της Κοπεγχάγης
    αιτιατική την Κοπεγχάγη
     κλητική Κοπεγχάγη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κοπεγχάγη < γερμανική Köpenhagen < δανική København < παλαιά νορβηγική Kaupmannahǫfn (το λιμάνι των εμπόρων)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.peŋˈxa.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοπεγχάγη

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κοπεγχάγη θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)