Κορωπί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κορωπί | τα | Κορωπιά |
γενική | του | Κορωπιού & Κορωπίου |
των | Κορωπιών & Κορωπίων |
αιτιατική | το | Κορωπί | τα | Κορωπιά |
κλητική | Κορωπί | Κορωπιά | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κορωπί < αρχαία ελληνική Κρωπία ή Κρωπειά[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.ɾɔˈpi/
- συλλαβισμός : Κο‐ρω‐πί
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κορωπί ουδέτερο
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Κορωπί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κορωπί
[επεξεργασία]
- ↑ Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)