Κορώνεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κορώνεια
      γενική της Κορώνειας
    αιτιατική την Κορώνεια
     κλητική Κορώνεια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κορώνεια < αρχαία ελληνική Κορώνεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈɾo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ρώ‐νει‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κορώνεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στη σύγχρονη εποχή, χωριό κοντά στη Λειβαδιά
    → και δείτε τη λέξη Κουτουμουλάς (πρώην ονομασία του σύγχρονου οικισμού)
  2. (υδρωνύμιο) λίμνη της Μακεδονίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κορώνει
      γενική τῆς Κορωνείᾱς
      δοτική τῇ Κορωνεί
    αιτιατική τὴν Κορώνειᾰν
     κλητική ! Κορώνει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κορώνεια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κορώνεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]