Κουασιμόδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κουασιμόδος
      γενική του Κουασιμόδου
    αιτιατική τον Κουασιμόδο
     κλητική Κουασιμόδε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κουασιμόδος < γαλλική Quasimodo < λατινική quasi modo (Από ήρωα του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκό Η Παναγία των Παρισίων)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κουασιμόδος αρσενικό

  1. ελληνική μετάφραση σε γαλλικό ανδρικό όνομα
  2. (μετωνυμία) δύσμορφος, πολύ άσχημος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]