Κουβέλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kuˈve.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐βέ‐λα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Κουβέλα < γενική ενικού του αρσενικού Κουβέλας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κουβέλα θηλυκό (αρσενικό Κουβέλας)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κουβέλα | οι | Κουβέλες |
γενική | της | Κουβέλας | — | |
αιτιατική | την | Κουβέλα | τις | Κουβέλες |
κλητική | Κουβέλα | Κουβέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κουβέλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κουβέλα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)