Κουβελιώτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κουβελιώτισσα < Κουβελιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ku.veˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐βε‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κουβελιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κουβελιώτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- Για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο, ή γενικά, δείτε Κουβελιώτης.
Κουβελιώτισσα
|
|