Κουβεϊτιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουβεϊτιανός αρσενικό (θηλυκό Κουβεϊτιανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Κουβέιτ ή έχει κουβεϊτιανή υπηκοότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κουβεϊτιανός