Κουζουνός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουζουνός | οι | Κουζουνοί |
γενική | του | Κουζουνού | των | Κουζουνών |
αιτιατική | τον | Κουζουνό | τους | Κουζουνούς |
κλητική | Κουζουνέ | Κουζουνοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κουζουνός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ku.zuˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐ζου‐νός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κουζουνός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)