Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κουζουνός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κουζουνός οι Κουζουνοί
      γενική του Κουζουνού των Κουζουνών
    αιτιατική τον Κουζουνό τους Κουζουνούς
     κλητική Κουζουνέ Κουζουνοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κουζουνός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.zuˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κουζουνός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κουζουνός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]