Κουκουβάουνες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Κουκουβάουνες
      γενική των Κουκουβαούνων
    αιτιατική τις Κουκουβάουνες
     κλητική Κουκουβάουνες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κουκουβάουνες < παραφθορά του κουκουβάγια[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.kuˈva.u.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐κου‐βά‐ου‐νες

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κουκουβάουνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βύρων Πολύδωρας, Η μείζων Αθήνα (Αθήνα, Καστανιώτης, 2002), σελ. 449
  2. ΦΕΚ Α΄ 11, 24 Ιανουαρίου 1957)