Κουστεσιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κουστεσιώτης < Κουστέσ(α) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.steˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐στε‐σιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουστεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Κουστεσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από την Κουστέσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Κουστέσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κουστεσιώτης
|