Κοψαχείλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοψαχείλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοψαχείλα οι Κοψαχείλες
      γενική της Κοψαχείλας των Κοψαχείλων
    αιτιατική την Κοψαχείλα τις Κοψαχείλες
     κλητική Κοψαχείλα Κοψαχείλες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοψαχείλα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοψαχείλης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.psaˈçi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ψα‐χεί‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοψαχείλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]