Κούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κούλα | οι | Κούλες |
γενική | της | Κούλας | — | |
αιτιατική | την | Κούλα | τις | Κούλες |
κλητική | Κούλα | Κούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈku.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κού‐λα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Κούλα < χαϊδευτικό με αφαίρεση συλλαβών από διάφορα υποκοριστικά ονόματα σε -κ-ούλα π.χ. Βασιλική > Βασιλικούλα > Κούλα, Κυριακή > Κυριακούλα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κούλα θηλυκό
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Κουλίτσα (υποκοριστικό)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κούλα
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Κούλα < γενική ενικού του αρσενικού Κούλας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κούλα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Κούλα αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)