Κρητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρητικό, κριτικό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾi.tiˈko/
ομόηχα: κρητικό, κριτικό

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Κρητικό αρσενικό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρητικό ουδέτερο

  1. (πέλαγος) το Κρητικό πέλαγος
  2. (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που παρά την ονομασία της, καλλιεργείται κυρίως στις Κυκλάδες και παράγει λευκό κρασί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]