Κρικόρ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κρικόρ < άμεσο δάνειο από την αρμενική (αντιδάνειο)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κρικόρ αρσενικό, άκλιτο
- αρμενικό ανδρικό όνομα, άλλη μορφή του Γκριγκόρ, κατά την προφορά στη δυτική αρμενική (hyw)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε και Γκριγκοριάν