Κριώα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κριώα
      γενική της Κριώας
    αιτιατική την Κριώα
     κλητική Κριώα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κριώα < αρχαία ελληνική Κριώα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾiˈo.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρι‐ώ‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κριώα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κριώ
      γενική τῆς Κριώᾱς
      δοτική τῇ Κριώ
    αιτιατική τὴν Κριώᾱν
     κλητική ! Κριώ
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κριώα < πιθανόν το όνομα του μυθικού ήρωα Κριός[1]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κριώα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Διονύσιος Σουρμελής, Αττικά: ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως, έκδοσις πρώτη, Τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, Εν Αθήναις 1854, σελ. 73

Πηγές[επεξεργασία]