Κροίσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κροίσος οι Κροίσοι
      γενική του Κροίσου των Κροίσων
    αιτιατική τον Κροίσο τους Κροίσους
     κλητική Κροίσε Κροίσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κροίσος < αρχαία ελληνική Κροῖσος > περσικά Qârun.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾi.sos/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κροίσος αρσενικό

  1. Ο τελευταίος βασιλιάς (595;–546; π.Χ.) της δυναστείας των Μερμναδών της Λυδίας. Διαδέχτηκε τον πατέρα του Αλυάττη το 560 π.Χ. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του αμύθητου πλούτου. Είναι επίσης γνωστός για τη συνάντησή του με τον Σόλωνα τον Αθηναίο και για τις δωρεές που έκανε στα ελληνικά μαντεία. Το 546 π.Χ. ηττήθηκε από τον Κύρο τον Μέγα.
  2. (μεταφορικά) βαθύπλουτος, ζάπλουτος, πάμπλουτος.
    Αυτός είναι Κροίσος. Δεν ξέρει τι έχει!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]