Κρόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɾo.ni.a/ & /ˈkɾo.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρό‐νι‐α ή Κρό‐νια
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κρόνια | ||
γενική | των | Κρόνιων & Κρονίων | ||
αιτιατική | τα | Κρόνια | ||
κλητική | Κρόνια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κρόνια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κρόνια, ουδέτερο του Κρόνιος < Κρόνος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Κρόνος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κρόνια
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κρόνια | ||
γενική | της | Κρόνιας | ||
αιτιατική | την | Κρόνια | ||
κλητική | Κρόνια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κρόνια < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κρόνια θηλυκό
- οικισμός του νομού Εύβοιας στην πλευρά της Στερεάς Ελλάδας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | Κρόνιᾰ |
γενική | τῶν | Κρονίων |
δοτική | τοῖς | Κρονίοις |
αιτιατική | τὰ | Κρόνιᾰ |
κλητική ὦ! | Κρόνιᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κρόνια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Κρόνιος στον πληθυντικό < Κρόνος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Κρόνιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κρόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)