Κυψελιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.pseˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐ψε‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Κυψελιώτης αρσενικό (θηλυκό Κυψελιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Κυψέλη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κυψελιώτης
- κυψελιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Κυψέλη
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κυψελιώτης | οι | Κυψελιώτηδες |
γενική | του | Κυψελιώτη* | των | Κυψελιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κυψελιώτη | τους | Κυψελιώτηδες |
κλητική | Κυψελιώτη | Κυψελιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κυψελιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κυψελιώτης < πατριδωνυμικό Κυψελιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κυψελιώτης αρσενικό (θηλυκό Κυψελιώτη ή Κυψελιώτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)