Κόναν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κόναν < (άμεσο δάνειο) αγγλική Conan
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Κόναν αρσενικό άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Άρθουρ Κόναν Ντόυλ στη Βικιπαίδεια , συγγραφέας
- Κόναν ο Βάρβαρος στη Βικιπαίδεια , φανταστικός χαρακτήρας