Κόραξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κόραξ < αρχαία ελληνική κόραξ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κόραξ αρσενικό