Κόρθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κόρθος < Κόρινθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κόρθος θηλυκό
- πόλη, παλαιότερη ονομασία της Κορίνθου
- ※ Τότε η Διοίκηση κι' ο Δυσσέας έστειλαν τον Νικήτα κ' εμένα και πήγαμε εις Κόρθο να μιλήσουμε των Τούρκων οπού βαστούσαν το κάστρο της Κόρθος, να μας το δώσουν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη/3, Ιωάννης Μακρυγιάννης)
- ※ Είμαστε στα Δερβενάκια κι είχαμε καρτέρι του Δράμαλη, που γύριζε για την Κόρθο (Κρυφός καημός, Παλιές Αγάπες, Ανδρέας Καρκαβίτσας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κόρθος
|