Κόσοβο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κόσοβο | ||
γενική | του | Κόσοβου & Κοσόβου | ||
αιτιατική | το | Κόσοβο | ||
κλητική | Κόσοβο | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κόσοβο ουδέτερο
- (περιοχή) άλλη μορφή του Κοσσυφοπέδιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα σερβικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Περιοχές των Βαλκανίων (νέα ελληνικά)
- Περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια των Βαλκανίων (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)