Κῆυξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κήϋξ, Κῆϋξ, Κήυξ, κῆϋξ, κήϋξ, Κῆρυξ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κῆυξ < κῆϋξ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κῆυξ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) σύζυγος της Αλκυόνης, μυθικός βασιλιάς της Τραχίδας (στα αρχαία ελληνικά Τραχίς), βόρεια του Σπερχειού

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Κήϋξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Πρβ. στο ίδιο, «Κῆϋξ».
  • Marcel Hofinger, Lexicon Hesiodeum cum indice inverso, τόμ. ΙΙ (Ε-Κ) (Λέιντεν: Brill, 1976), σ. 350, λήμμα «Κῆυξ».
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.