Λέσβος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λέσβος | ||
| γενική | της | Λέσβου | ||
| αιτιατική | τη | Λέσβο | ||
| κλητική | Λέσβε (Λέσβο) | |||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λέσβος < αρχαία ελληνική Λέσβος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λέσβος θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Λέσβος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Λέσβος | ||
| γενική | τῆς | Λέσβου | ||
| δοτική | τῇ | Λέσβῳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Λέσβον | ||
| κλητική ὦ! | Λέσβε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λέσβος < άγνωστης ετυμολογίας. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη έχει προελληνική προέλευση.[1]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λέσβος, -ου θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (νησί) η Λέσβος
- ※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 169 (168-169)
- ὀψὲ δὲ δὴ μετὰ νῶϊ κίε ξανθὸς Μενέλαος, | ἐν Λέσβῳ δ᾽ ἔκιχεν δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας,
- Κάπως αργότερα μας ακολούθησε κινώντας ο ξανθός Μενέλαος, | που μας απάντησε στη Λέσβο, την ώρα που μας παίδευε το μακρινό ταξίδι:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὀψὲ δὲ δὴ μετὰ νῶϊ κίε ξανθὸς Μενέλαος, | ἐν Λέσβῳ δ᾽ ἔκιχεν δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας,
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 31.1
- ὁ δὲ ναυτικὸς στρατὸς ὁ Περσέων χειμερίσας περὶ Μίλητον τῷ δευτέρῳ ἔτεϊ ὡς ἀνέπλωσε, αἱρέει εὐπετέως τὰς νήσους τὰς πρὸς τῇ ἠπείρῳ κειμένας, Χίον καὶ Λέσβον καὶ Τένεδον.
- Και το ναυτικό των Περσών, αφού ξεχείμασε στην περιοχή της Μιλήτου, τον επόμενο χρόνο αρμενίζοντας προς τα πάνω κυρίευε εύκολα τα νησιά που βρίσκονταν κοντά στη στεριά, τη Χίο και τη Λέσβο και την Τένεδο.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ δὲ ναυτικὸς στρατὸς ὁ Περσέων χειμερίσας περὶ Μίλητον τῷ δευτέρῳ ἔτεϊ ὡς ἀνέπλωσε, αἱρέει εὐπετέως τὰς νήσους τὰς πρὸς τῇ ἠπείρῳ κειμένας, Χίον καὶ Λέσβον καὶ Τένεδον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 23.1
- καὶ τρίτην ἡμέραν αὐτοῦ ἥκοντος αἱ Ἀττικαὶ νῆες πέντε καὶ εἴκοσιν ἔπλεον ἐς Λέσβον, ὧν ἦρχε Λέων καὶ Διομέδων·
- Την τρίτη μέρα μετά την άφιξή του, πήγαν στην Λέσβο είκοσι πέντε αθηναϊκά καράβια με αρχηγούς τον Λέοντα και τον Διομέδοντα.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ τρίτην ἡμέραν αὐτοῦ ἥκοντος αἱ Ἀττικαὶ νῆες πέντε καὶ εἴκοσιν ἔπλεον ἐς Λέσβον, ὧν ἦρχε Λέων καὶ Διομέδων·
- ※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 169 (168-169)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.
Πηγές
[επεξεργασία]- Λέσβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Λέσβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Νησιά (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)