Λίπαρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λίπαρι < άμεσο δάνειο από την ιταλική Lipari
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λίπαρι ουδέτερο, άκλιτο
- νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο από τα Νησιά του Αιόλου, στην Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας
- δήμος της Ιταλίας, που περιλαμβάνει τα έξι από τα επτά Νησιά του Αιόλου (όλα πλην της Σαλίνα)
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Λίπαρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ιταλίας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ιταλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Δήμοι της Ιταλίας (νέα ελληνικά)
- Δήμοι (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους ξενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)