Λακεδαιμόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λακεδαιμόνιος οι Λακεδαιμόνιοι
      γενική του Λακεδαιμονίου
Λακεδαιμόνιου
των Λακεδαιμονίων
    αιτιατική τον Λακεδαιμόνιο τους Λακεδαιμονίους
Λακεδαιμόνιους
     κλητική Λακεδαιμόνιε Λακεδαιμόνιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λακεδαιμόνιος < αρχαία ελληνική Λακεδαιμόνιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Λακεδαιμόνιος αρσενικό

  1. ο (αρχαίος) Σπαρτιάτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λακεδαιμόνιος < Λακεδαίμων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Λακεδαιμόνιος

  1. που κατάγεται από την Λακεδαίμονα
  2. ο Σπαρτιάτης
    • ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
  3. ο σχετικός με τη Λακεδαίμονα χώρα
    • Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Χρησιμοποιείτο -όχι απόλυτα, αλλά συχνότερα- για τα μεν άτομα η λέξη Λακεδαιμόνιος για τα δε αντικείμενα και άψυχα η λέξη λακωνικός