Λαμαριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.maɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐μα‐ριώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λαμαριώτης αρσενικό (θηλυκό Λαμαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό τη Λάμαρη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Λάμαρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λαμαριώτης
|