Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λαοκόων

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λαοκόων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λαοκόων

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.oˈko.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαοκόων

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λαοκόων γενική: Λαοκόωντα (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Λαοκόων) & Παράρτημα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

λείπει η κλίση

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Λαοκόων < λαός + κοέω + -ων

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laː.o.kó.ɔːn/ (5ος πκε αιώνας Αττική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λᾱοκόων

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λαοκόων, -ωντος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, ο Λαοκόωντας, ο Λαοκόων
  2. (ελληνική μυθολογία) ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα