Λείθας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Λείθας
      γενική του Λείθα
    αιτιατική τον Λείθα
     κλητική Λείθα
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λείθας < εξελληνισμένη (άμεσο δάνειο) γερμανική Leitha + ς

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λείθας αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • (λόγιο) ο Λάιτα, ποταμός της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, παραπόταμος του Δούναβη
    ※  Ταυτόχρονα χτένιζε με τα δυο χέρια τα γκριζόξανθα γένεια του, λες κι ήθελε να χαϊδέψει και τα δυο μισά της μοναρχίας, απ' τη μια κι απ' την άλλη μεριά του Λείθα
    Γιόζεφ Ροτ, Η κρύπτη των Καπουτσίνων. Μετάφραση: Νίκος Δεληβοριάς· επιμέλεια: Τούλα Σιετή. Αθήνα: Οδυσσέας, 1985, σ. 63.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 8. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930, σσ. 458 & 571.