Λειμώνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λειμώνιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λειμώνιος οι Λειμώνιοι
      γενική του Λειμωνίου των Λειμωνίων
    αιτιατική τον Λειμώνιο τους Λειμωνίους
     κλητική Λειμώνιε Λειμώνιοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λειμώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prairial (λειμώνιος, του λειωμώνα)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λειμώνιος αρσενικό (καθαρεύουσα)

  • (μήνας, παρωχημένο, ιστορία, Γαλλία) ο μήνας Πρεριάλ / Πραιριάλ
    ※  την εφαρμογήν των νόμων του έτους IV και της 27 του μηνός Λειμωνίου του έτους X
    Γκιλερμέ [Georges Guilhermet], Το εγκληματικό περιβάλλον, μετάφραση από τα γαλλικά: Ε.Ε. Φωτάκης. Αθήνα: Ελευθερουδάκης, 1931, σ. 79

Μεταφράσεις[επεξεργασία]