Λειμώνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λειμώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prairial (λειμώνιος, του λειωμώνα)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λειμώνιος αρσενικό (καθαρεύουσα)
- (μήνας, παρωχημένο, ιστορία, Γαλλία) ο μήνας Πρεριάλ / Πραιριάλ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Λειμώνιος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μήνες (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)