Λενίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λενίτσα οι Λενίτσες
      γενική της Λενίτσας
    αιτιατική τη Λενίτσα τις Λενίτσες
     κλητική Λενίτσα Λενίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λενίτσα < Λέν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → δείτε τη λέξη Ελένη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /leˈni.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λενίτσα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ελένη