Λεοντάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λεοντάρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λεοντάρι τα Λεοντάρια
      γενική του Λεονταριού
Λεονταρίου
των Λεονταριών
Λεονταρίων
    αιτιατική το Λεοντάρι τα Λεοντάρια
     κλητική Λεοντάρι Λεοντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λεοντάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Λεοντάρι (για το Λεοντάρι Αρκαδίας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.onˈda.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λε‐ο‐ντά‐ρι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λεοντάρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λεοντάρι < λείπει η ετυμολογία κατά το ουσιαστικό λεοντάριν (λεοντάρι)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λεοντάρι ουδέτερο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λεοντάριν

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]