Λευκορώσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λευκορώσος < Λευκορωσ(ία) + -ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λευκορώσος αρσενικό (θηλυκό Λευκορωσίδα)
- (εθνικά ονόματα) αυτός που κατάγεται από τη Λευκορωσία ή έχει λευκορωσική υπηκοότητα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λευκορώσος