Λευϊτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Λευϊτικό
      γενική του Λευϊτικού
    αιτιατική το Λευϊτικό
     κλητική Λευϊτικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λευϊτικό < (ελληνιστική κοινή) λεβυϊτικόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Λευϊτικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]