Λευϊτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Λευϊτικό | ||
γενική | του | Λευϊτικού | ||
αιτιατική | το | Λευϊτικό | ||
κλητική | Λευϊτικό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λευϊτικό < (ελληνιστική κοινή) λεβυϊτικόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Λευϊτικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) το τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και της Πεντατεύχου και κατ΄ επέκταση της Αγίας Γραφής.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το Λευϊτικό περιλαμβάνεται στα λεγόμενα πρωτοκανονικά βιβλία.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Λευϊτικό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λευϊτικό