Ληθαῖος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ληθαῖος | ||
γενική | τοῦ | Ληθαίου | ||
δοτική | τῷ | Ληθαίῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Ληθαῖον | ||
κλητική ὦ! | Ληθαῖε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ληθαῖος αρσενικό
- Ληθαίος ποταμός
- ※ Πρώτη δ᾽ ἐστὶν ἐξ Ἐφέσου Μαγνησία πόλις Αἰολίς͵ λεγομένη δὲ ἐπὶ Μαιάνδρωι· πλησίον γὰρ αὐτοῦ ἵδρυται· πολὺ δὲ πλησιαίτερον ὁ Ληθαῖος ἐμβάλλων εἰς τὸν Μαίανδρον͵ τὴν δ᾽ ἀρχὴν ἔχων ἀπὸ Πακτύου τοῦ τῶν Ἐφεσίων ὄρους· ἕτερος δ᾽ ἐστὶ Ληθαῖος ὁ ἐν Γορτύνηι καὶ ὁ περὶ Τρίκκην͵ ἐφ᾽ ὧι ὁ Ἀσκληπιὸς γεννηθῆναι λέγεται. (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ, 1, 39)
Πηγές[επεξεργασία]
- Ληθαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ποταμοί της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Ποταμοί (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)