Λιάτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λιάτικο < λιαστός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λιάτικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου της Κρήτης και παράγει κόκκινο κρασί
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- τα σταφύλια της ποικιλίας αυτής γίνονται περισσότερο λιαστά, εξ ου και η ονομασία
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λιάτικο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λιάτικο
|