Λιβανέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λιβανέζος αρσενικό (θηλυκό Λιβανέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τον Λίβανο ή έχει λιβανική υπηκοότητα