Λιοσάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λιοσάτι τα Λιοσάτια
      γενική του Λιοσατίου των Λιοσατίων
    αιτιατική το Λιοσάτι τα Λιοσάτια
     κλητική Λιοσάτι Λιοσάτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λιοσάτι < αρβανίτικη Loshati (απόγονοι του Λιώσα) < Loshi[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʎoˈsa.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιο‐σά‐τι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λιοσάτι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Συμεωνίδης, Χαράλαμπος Π. (2010), Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Λευκωσία: Κέντρο Ιεράς Μονής Κύκκου