Λιόσια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λιόσια | ||
γενική | των | Λιοσίων | ||
αιτιατική | τα | Λιόσια | ||
κλητική | Λιόσια | |||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʎo.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λιό‐σια
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λιόσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Λιόσα (λαϊκή, προφορική, μάλλον παρωχημένη)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Λιόσια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Βλ. «Λιόσα», στο: Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ³2006, ISBN 960-214445-9), σ. 62.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρβανίτικα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Περιοχές της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)