Λοκρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λοκρίδα | ||
γενική | της | Λοκρίδας | ||
αιτιατική | τη | Λοκρίδα | ||
κλητική | Λοκρίδα | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λοκρίδα < αρχαία ελληνική Λοκρίς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /loˈkɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λο‐κρί‐δα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λοκρίδα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- περιοχή της αρχαίας Ελλάδας στη Στερεάς Ελλάδας
- ※ Η ανατολική Λοκρίδα, η Οπουντία Λοκρίδα, ήταν η αρχαία χώρα των Λοκρών. Η θάλασσα από τη μια πλευρά και οι συμπαγείς ορεινοί όγκοι από την άλλη, τη χωρίζουν από τις γειτονικές περιοχές και της δίνουν την ιδιοτυπία της: του μόνου φυσικού πόρου επικοινωνίας μεταξύ των νοτίων και των βορείων περιοχών της Ελλάδας (Θερμοπύλες).
- Γιώργος Τόλιας, «Πολίχνες στον αρχαίο δρόμο: στοιχεία για τη Λοκρίδα κατά τους νεότερους χρόνους», στο: Λοκρίδα: Ιστορία Και Πολιτισμός, Νέα Κηφισιά: Κτήμα Χατζημιχάλη, 2002, σελ. 175
- ※ Η ανατολική Λοκρίδα, η Οπουντία Λοκρίδα, ήταν η αρχαία χώρα των Λοκρών. Η θάλασσα από τη μια πλευρά και οι συμπαγείς ορεινοί όγκοι από την άλλη, τη χωρίζουν από τις γειτονικές περιοχές και της δίνουν την ιδιοτυπία της: του μόνου φυσικού πόρου επικοινωνίας μεταξύ των νοτίων και των βορείων περιοχών της Ελλάδας (Θερμοπύλες).
- πρώην επαρχία της Φθιώτιδας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Περιοχές της αρχαίας Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επαρχίες της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Επαρχίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)