Λοπάδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λοπάδιον < λοπάς + -ιον / λοπάδιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λοπάδιον θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- τοπωνύμιο οχυρού και οικισμού στην βορειοδυτική Μικρά Ασία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, η σημερινή Uluabat (Ουλουαμπάτ), στην Επαρχία Προύσας της σημερινής Τουρκίας
Αναφορές[επεξεργασία]
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press